στερεοχρωμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréochromie < αρχαία ελληνική στερεός / στερρός + χρῶμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεοχρωμία θηλυκό
- (ζωγραφική) τεχνική ζωγραφικής που χρησιμοποιεί ένα στρώμα χρώματος αναμεμειγμένο με ειδικά υλικά, όπως ασβέστη ή γύψο, που στη συνέχεια σκληραίνει με την επίδραση του αέρα ή του νερού
Συγγενικά
επεξεργασία- στερεοχρωμικός
- → δείτε τις λέξεις στέρεος και χρώμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Mineral painting στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεοχρωμία
Πηγές
επεξεργασία- στερεοχρωμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στερεοχρωμία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)