↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοχρωμία οι στερεοχρωμίες
      γενική της στερεοχρωμίας των στερεοχρωμιών
    αιτιατική τη στερεοχρωμία τις στερεοχρωμίες
     κλητική στερεοχρωμία στερεοχρωμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεοχρωμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréochromie < αρχαία ελληνική στερεός / στερρός + χρῶμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεοχρωμία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία