στερεοτακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεοτακτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stereotactic < αρχαία ελληνική στερεός + -ο- + τακτικός
Επίθετο
επεξεργασίαστερεοτακτικός, -ή, -ό
- που υιοθετεί σύστημα τρισδιάστατων συντεταγμένων, ώστε να προσδιοριστεί με ακρίβεια το σημείο της επέμβασης και να πραγματοποιηθεί σωστά με χειρουργικά εργαλεία ή ακτίνες
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεοτακτικός
|
Πηγές
επεξεργασία- στερεοτακτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)