↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταθμητός η σταθμητή το σταθμητό
      γενική του σταθμητού της σταθμητής του σταθμητού
    αιτιατική τον σταθμητό τη σταθμητή το σταθμητό
     κλητική σταθμητέ σταθμητή σταθμητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταθμητοί οι σταθμητές τα σταθμητά
      γενική των σταθμητών των σταθμητών των σταθμητών
    αιτιατική τους σταθμητούς τις σταθμητές τα σταθμητά
     κλητική σταθμητοί σταθμητές σταθμητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταθμητός < αρχαία ελληνική σταθμητός[1] [2] < σταθμάω / σταθμέω < στάθμη

  Επίθετο

επεξεργασία

σταθμητός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σταθμητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. σταθμητόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)