σταβλίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταβλίτης < στάβλ(ος) + -ίτης. Δείτε και το ελληνιστικό σταβλίτης (αξιωματούχος σε ταχυδρομικό σταθμό)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /staˈvli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐βλί‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταβλίτης αρσενικό
- ο υπεύθυνος για την καθαριότητα και τη διατροφή των αλόγων
Συγγενικά
επεξεργασία- σταβλάρχης
- → και δείτε τη λέξη στάβλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταβλίτης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταβλίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
σταβλῑτα- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | σταβλίτης | οἱ | σταβλῖται | ||||
γενική | τοῦ | σταβλίτου | τῶν | σταβλιτῶν | ||||
δοτική | τῷ | σταβλίτῃ | τοῖς | σταβλίταις | ||||
αιτιατική | τὸν | σταβλίτην | τοὺς | σταβλίτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | σταβλῖτᾰ | σταβλῖται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταβλίτᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σταβλίταιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασταβλίτης, -ου αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) υπεύθυνος σε ταχυδομικό σταθμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στάβλον
Πηγές
επεξεργασία- σταβλίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.