↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπυριάρης η σπυριάρα το σπυριάρικο
      γενική του σπυριάρη της σπυριάρας του σπυριάρικου
    αιτιατική τον σπυριάρη τη σπυριάρα το σπυριάρικο
     κλητική σπυριάρη σπυριάρα σπυριάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπυριάρηδες οι σπυριάρες τα σπυριάρικα
      γενική των σπυριάρηδων των σπυριάρικων
    αιτιατική τους σπυριάρηδες τις σπυριάρες τα σπυριάρικα
     κλητική σπυριάρηδες σπυριάρες σπυριάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπυριάρης < σπυρ(ί) + -ιάρης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spiˈɾʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπυ‐ριά‐ρης

  Επίθετο

επεξεργασία

σπυριάρης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία