↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σπῠρῐδ-
ονομαστική σπυρίς αἱ σπυρίδες
      γενική τῆς σπυρίδος τῶν σπυρίδων
      δοτική τῇ σπυρίδ ταῖς σπυρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σπυρίδ τὰς σπυρίδᾰς
     κλητική ! σπυρίς* σπυρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπυρίδε
γεν-δοτ τοῖν  σπυρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπυρίς < πιθανόν μεταπτωτική βαθμίδα θέματος όπως στο πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (τυλίγω, διπλώνω, πλέκω) απ' όπου πιθανόν και σπάργανα, σπεῖρα, σπάρτον [1] για τα οποία διαφωνεί ο Beekes που θεωρεί πιθανή προελληνική αρχή για τη λέξη[2] + -ίς. Για το -υρ- δείτε ἀγύρτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπῠρίς, -ίδος θηλυκό

  1. (μεγάλο) κοφίνι πλεγμένο, η σπυρίδα[1] [3]
  2. ψαροκόφινο
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 16.4
    τῶν δὲ πλῆθός ἐστι τοσοῦτο ὥστε, ὅταν τὴν θύρην τὴν καταπακτὴν ἀνακλίνῃ, κατίει σχοινίῳ σπυρίδα κεινὴν ἐς τὴν λίμνην καὶ οὐ πολλόν τινα χρόνον ἐπισχὼν ἀνασπᾷ πλήρεα ἰχθύων.
    Κι ετούτα είναι τόσο άφθονα, που, όταν σπρώξεις προς τα κάτω την καταπακτή και κατεβάσεις με σκοινί άδειο κοφίνι στη λίμνη, δεν περιμένεις πολλή ώρα και το τραβάς απάνω γεμάτο ψάρια.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. καλάθι που περιέχει φαγώσιμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)