↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σπυρίδιον τὰ σπυρίδι
      γενική τοῦ σπυριδίου τῶν σπυριδίων
      δοτική τῷ σπυριδί τοῖς σπυριδίοις
    αιτιατική τὸ σπυρίδιον τὰ σπυρίδι
     κλητική ! σπυρίδιον σπυρίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπυριδίω
γεν-δοτ τοῖν  σπυριδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπυρίδιον < σπυρίς, σπυριδ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπυρίδιον ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία