σποριόφυτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σποριόφυτο < σπορόφυτο με λογιότερο πρώτο συνθετικό (σπόριο) αντί του σπόρ(ος) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sporophyte < αρχαία ελληνική σπόρος + φυτόν
Ουσιαστικό
επεξεργασίασποριόφυτο ουδέτερο
- (βοτανική) η διπλοειδής φάση του φυτικού κύκλου ζωής, κατά την οποία το φυτό παράγει σπόριο μέσω μίτωσης
- ≈ συνώνυμα: κρυπτόγαμο φυτό
Σημειώσεις
επεξεργασία- αντιδιαστέλλεται: σπερματόφυτο ή φανερόγαμο φυτό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Sporophyte στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.