↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σποριόφυτο τα σποριόφυτα
      γενική του σποριόφυτου των σποριόφυτων
    αιτιατική το σποριόφυτο τα σποριόφυτα
     κλητική σποριόφυτο σποριόφυτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σποριόφυτο < σπορόφυτο με λογιότερο πρώτο συνθετικό (σπόριο) αντί του σπόρ(ος) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sporophyte < αρχαία ελληνική σπόρος + φυτόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σποριόφυτο ουδέτερο

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.