Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίτωση οι μιτώσεις
      γενική της μίτωσης* των μιτώσεων
    αιτιατική τη μίτωση τις μιτώσεις
     κλητική μίτωση μιτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μιτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αλληλουχία μίτωσης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μίτωση < (λόγιο δάνειο) νεολατινική mitosis < αρχαία ελληνική μίτος + -ωσις (-ωση) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmi.to.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μί‐τη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μίτωση θηλυκό

  • (βιολογία) τρόπος διαίρεσης του πυρήνα των κυττάρων, σε τέσσερις φάσεις, όπου και παράγονται δύο θυγατρικά κύτταρα, χωρίς ν΄ αλλάζει ο αριθμός των χρωμοσωμάτων.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία