↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπιριτουαλισμός οι σπιριτουαλισμοί
      γενική του σπιριτουαλισμού των σπιριτουαλισμών
    αιτιατική τον σπιριτουαλισμό τους σπιριτουαλισμούς
     κλητική σπιριτουαλισμέ σπιριτουαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπιριτουαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική spiritualisme[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spi.ɾi.tu.a.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπι‐ρι‐του‐α‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπιριτουαλισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία