σπιριτουαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπιριτουαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική spiritualisme[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spi.ɾi.tu.a.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐ρι‐του‐α‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιριτουαλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία σύμφωνα με την οποία η ανώτατη και αυθυπόστατη πραγματικότητα εναπόκειται στο πνεύμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπιριτουαλισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σπιριτουαλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας