Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σπερμολόγος οι σπερμολόγοι
      γενική του/της σπερμολόγου των σπερμολόγων
    αιτιατική τον/τη σπερμολόγο τους/τις σπερμολόγους
     κλητική σπερμολόγε σπερμολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπερμολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπερμολόγος < αρχαία ελληνική σπέρμα σπερματ- + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπερμολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λόγιο, μειωτικό) ο κουτσομπόλης (συχνά μιλά για αρνητικά γεγονότα ή κατά την γνώμη του για ανήθικους ανθρώπους)
  2. (σπάνιο, μειωτικό) ο δημοσιογράφος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τις λέξεις σπέρμα, σπέρνω και λέγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία