Ετυμολογία

επεξεργασία
σπερμολογώ < (ελληνιστική κοινήσπερμολογέω / σπερμολογῶ

σπερμολογώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία