Δείτε επίσης: σπερμίνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπερμιδίνη οι σπερμιδίνες
      γενική της σπερμιδίνης των σπερμιδινών
    αιτιατική τη σπερμιδίνη τις σπερμιδίνες
     κλητική σπερμιδίνη σπερμιδίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπερμιδίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermidine < αρχαία ελληνική σπέρμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπερμιδίνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία