σπερμιδίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπερμιδίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermidine < αρχαία ελληνική σπέρμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπερμιδίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) πολυαμίνη η οποία βρίσκεται σε όλους τους ευκαρυωτικούς οργανισμούς και παίζει σημαντικό ρόλο σε κυτταρικές διαδικασίες, όπως η κυτταρική ανάπτυξη, ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός, η γήρανση και η αυτοφαγία
- ※ Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Nature Cell Biology και αποκαλύπτουν πώς μία ουσία, η σπερμιδίνη, ρυθμίζει την αυτοφαγία. (www.kathimerini.gr, 09.08.2024)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Spermidine στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερμιδίνη