πολυαμίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυαμίνη < πολυ- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική polyamine
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυαμίνη θηλυκό
- (χημεία) οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται πολλές αμινομάδες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυαμίνη
|