↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοαμίνη οι μονοαμίνες
      γενική της μονοαμίνης των μονοαμινών
    αιτιατική τη μονοαμίνη τις μονοαμίνες
     κλητική μονοαμίνη μονοαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοαμίνη < μονο- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική monoamine

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονοαμίνη θηλυκό

  1. (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται μία αμινομάδa
  2. (ιατρική): οργανική ουσία που λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία