μονοαμίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοαμίνη < μονο- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική monoamine
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονοαμίνη θηλυκό
- (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται μία αμινομάδa
- (ιατρική): οργανική ουσία που λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοαμίνη
|