τριαμίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριαμίνη < τρι- + αμίνη (αντιδάνειο) αγγλική triamine
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριαμίνη θηλυκό
- (χημεία): οποιαδήποτε χημική ένωση στο μόριο της οποίας υφίστανται τρεις αμινομάδες
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριαμίνη
|