↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σπερματαγωγός το σπερματαγωγό
      γενική του/της σπερματαγωγού του σπερματαγωγού
    αιτιατική τον/τη σπερματαγωγό το σπερματαγωγό
     κλητική σπερματαγωγέ σπερματαγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερματαγωγοί τα σπερματαγωγά
      γενική των σπερματαγωγών των σπερματαγωγών
    αιτιατική τους/τις σπερματαγωγούς τα σπερματαγωγά
     κλητική σπερματαγωγοί σπερματαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπερματαγωγός < (σπέρμα) σπερματ- + -αγωγός, πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική spermatic duct[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /speɾ.ma.ta.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπερ‐μα‐τα‐γω‐γός

  Επίθετο

επεξεργασία

σπερματαγωγός, -ός, -ό

  • (ανατομία, για πόρο) που μεταφέρει το σπέρμα
    ⮡  ο σπερματαγωγός πόρος είναι μια σπερματαγωγός δίοδος απ' την οποία εξέρχεται το σπέρμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία