Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπειροτόμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σπειροτόμ
ος
οι
σπειροτόμ
οι
γενική
του
σπειροτόμ
ου
των
σπειροτόμ
ων
αιτιατική
τον
σπειροτόμ
ο
τους
σπειροτόμ
ους
κλητική
σπειροτόμ
ε
σπειροτόμ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπειροτόμος
<
σπείρα
+
-ο-
+
-τόμος
(<
τέμνω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπειροτόμος
αρσενικό
(
λόγιο
)
εργαλείο
για τη
δημιουργία
σπειρώματος
στο
εσωτερικό
μεταλλικών
σωλήνων
Συνώνυμα
επεξεργασία
κολαούζο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπειροτόμος
αγγλικά
:
tap
(en)
→
δείτε
τη λέξη
κολαούζο