↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολαούζο τα κολαούζα
      γενική του κολαούζου των κολαούζων
    αιτιατική το κολαούζο τα κολαούζα
     κλητική κολαούζο κολαούζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολαούζο < (άμεσο δάνειο) τουρκική kılavuz με τροπή φωνημάτων + -ο[1] (από την έννοια οδηγός, δηλαδή: οδηγός για δημιουργία σπειρώματος) Δείτε και κολαούζος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κολαούζο ουδέτερο

  • εργαλείο με το οποίο δημιουργούνται σπειρώματα (βόλτες) σε εσωτερικές επιφάνειες (μεταλλικές, ξύλινες ή από άλλο υλικό)

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κολαούζο

  Αναφορές

επεξεργασία