φιλιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιλιέρα | οι | φιλιέρες |
γενική | της | φιλιέρας | — | |
αιτιατική | τη | φιλιέρα | τις | φιλιέρες |
κλητική | φιλιέρα | φιλιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιλιέρα θηλυκό
- (εργαλείο) συνώνυμο του βιδολόγος
- ※ Φιλιέρα στρόγγυλη Φ38, δεξιόστροφη για τη δημιουργία ψιλού ή χοντρού σπειρώματος στο αμερικάνικο σύστημα(ίντσες), εξαιρετικής ποιότητας (από περιγραφή εμπορικού προϊόντος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βιδολόγος