Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλιέρα οι φιλιέρες
      γενική της φιλιέρας
    αιτιατική τη φιλιέρα τις φιλιέρες
     κλητική φιλιέρα φιλιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
φιλιέρα (σχηματικά)
 
φιλιέρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική filiera < γαλλική filière < fil + -ière (-ιέρα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλιέρα θηλυκό

  • (εργαλείο) συνώνυμο του βιδολόγος
    ※  Φιλιέρα στρόγγυλη Φ38, δεξιόστροφη για τη δημιουργία ψιλού ή χοντρού σπειρώματος στο αμερικάνικο σύστημα(ίντσες), εξαιρετικής ποιότητας (από περιγραφή εμπορικού προϊόντος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βιδολόγος