ενικός         πληθυντικός  
filière filières

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

filière (fr) θηλυκό

  1. ο δίαυλος, το πέρασμα
  2. η φιλιέρα
  3. ο τομέας (σχολικός, πανεπιστημιακός)