↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιδολόγος οι βιδολόγοι
      γενική του βιδολόγου των βιδολόγων
    αιτιατική τον βιδολόγο τους βιδολόγους
     κλητική βιδολόγε βιδολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δύο βιδολόγοι.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιδολόγος < βίδ(α) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιδολόγος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία