κατσαβίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατσαβίδι | τα | κατσαβίδια |
γενική | του | κατσαβιδιού | των | κατσαβιδιών |
αιτιατική | το | κατσαβίδι | τα | κατσαβίδια |
κλητική | κατσαβίδι | κατσαβίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατσαβίδι < (άμεσο δάνειο) βενετική cazzavide [1] (ιταλική cacciavite)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.t͡saˈvi.ði/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατσαβίδι ουδέτερο
- εργαλείο για βίδωμα ή ξεβίδωμα· η μία άκρη του προσαρμόζεται στην εγκοπή της κεφαλής της βίδας και ο χειριστής περιστρέφει τη λαβή του, ώστε να τοποθετήσει, συσφίγξει ή χαλαρώσει τη βίδα
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κατσαβίδι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατσαβίδι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατσαβίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας