δραπανοκατσάβιδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραπανοκατσάβιδο < δράπανο + κατσαβίδ(ι) + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδραπανοκατσάβιδο ουδέτερο
- (νεολογισμός, εργαλείο) δράπανο (τρυπάνι) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά και ως κατσαβίδι (αναφέρεται σε ηλεκτρικά εργαλεία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δραπανοκατσάβιδο
|