Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπαργωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπαργωτ
ός
η
σπαργωτ
ή
το
σπαργωτ
ό
γενική
του
σπαργωτ
ού
της
σπαργωτ
ής
του
σπαργωτ
ού
αιτιατική
τον
σπαργωτ
ό
τη
σπαργωτ
ή
το
σπαργωτ
ό
κλητική
σπαργωτ
έ
σπαργωτ
ή
σπαργωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπαργωτ
οί
οι
σπαργωτ
ές
τα
σπαργωτ
ά
γενική
των
σπαργωτ
ών
των
σπαργωτ
ών
των
σπαργωτ
ών
αιτιατική
τους
σπαργωτ
ούς
τις
σπαργωτ
ές
τα
σπαργωτ
ά
κλητική
σπαργωτ
οί
σπαργωτ
ές
σπαργωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπαργωτός
<
σπαργώ
+
-ωτός
<
αρχαία ελληνική
σπαργάω
Επίθετο
επεξεργασία
σπαργωτός
(
αρχαιοπρεπές
) που είναι
γεμάτος
ζωή
και
σφρίγος
Συνώνυμα
επεξεργασία
σφριγηλός
Συγγενικά
επεξεργασία
σπαργώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπαργωτός
αγγλικά
:
vigorous
(en)