Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουρωτός η σουρωτή το σουρωτό
      γενική του σουρωτού της σουρωτής του σουρωτού
    αιτιατική τον σουρωτό τη σουρωτή το σουρωτό
     κλητική σουρωτέ σουρωτή σουρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουρωτοί οι σουρωτές τα σουρωτά
      γενική των σουρωτών των σουρωτών των σουρωτών
    αιτιατική τους σουρωτούς τις σουρωτές τα σουρωτά
     κλητική σουρωτοί σουρωτές σουρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρωτός < σουρώ(νω) + -τός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

σουρωτός, -ή, -ό

  1. που έχει σουρωθεί
    ※  Αντίθετα, ο σουρωτός καφές, που φτιάχνεται από κόκκους της ποικιλίας ρομπούστα περιέχει πολύ καφεΐνη (Αναζητώντας το τέλειο φλιτζάνι εσπρέσο, εφημερίδα Καθημερινή, 30.12.2001, [1])
  2. που έχει σούρες
    ※  Το ράζο (σατέν) φόρεμά της έχει όρθιο γιακά από τον οποίο προβάλλει ο σουρωτός γιακάς της πουκαμίσας της και που αγγίζει τα αυτιά της (Ελένη Μαρίνου Κοσμετάτου, Ιστορία της αγροτικής & αστικής ενδυμασίας στην Κεφαλονιά, Κοργιαλένειο Μουσείο, 1977, σελ. 15)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία