Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουρντίνα οι σουρντίνες
      γενική της σουρντίνας των σουρντινών
    αιτιατική τη σουρντίνα τις σουρντίνες
     κλητική σουρντίνα σουρντίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρντίνα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sourdine < ιταλική sordina < ιταλική sordo (κουφός) < λατινική surdus[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουρντίνα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σουρντίνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία