σουρντίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουρντίνα < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sourdine < ιταλική sordina < ιταλική sordo (κουφός) < λατινική surdus[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουρντίνα θηλυκό
- (μουσική) μουσικό εξάρτημα που προσαρτάται πάνω σε μουσικό όργανο για να μειωθεί η ένταση του ήχου και να μεταβληθεί το ηχόχρωμα του μουσικού οργάνου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σουρντίνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σουρντίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σουρντίνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)