↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκουροκόκκινος η σκουροκόκκινη το σκουροκόκκινο
      γενική του σκουροκόκκινου της σκουροκόκκινης του σκουροκόκκινου
    αιτιατική τον σκουροκόκκινο τη σκουροκόκκινη το σκουροκόκκινο
     κλητική σκουροκόκκινε σκουροκόκκινη σκουροκόκκινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκουροκόκκινοι οι σκουροκόκκινες τα σκουροκόκκινα
      γενική των σκουροκόκκινων των σκουροκόκκινων των σκουροκόκκινων
    αιτιατική τους σκουροκόκκινους τις σκουροκόκκινες τα σκουροκόκκινα
     κλητική σκουροκόκκινοι σκουροκόκκινες σκουροκόκκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουροκόκκινος < σκούρος + -ο- + κόκκινος

  Επίθετο

επεξεργασία

σκουροκόκκινος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία