σκουληκιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκουληκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκουληκιάζω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sku.liˈca.zme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐λη‐κια‐σμέ‐νος