↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληρογόνος η σκληρογόνος
σκληρογόνα
το σκληρογόνο
      γενική του σκληρογόνου της σκληρογόνου
σκληρογόνας
του σκληρογόνου
    αιτιατική τον σκληρογόνο τη σκληρογόνο
σκληρογόνα
το σκληρογόνο
     κλητική σκληρογόνε σκληρογόνε
σκληρογόνα
σκληρογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληρογόνοι οι σκληρογόνοι
σκληρογόνες
τα σκληρογόνα
      γενική των σκληρογόνων των σκληρογόνων των σκληρογόνων
    αιτιατική τους σκληρογόνους τις σκληρογόνους
σκληρογόνες
τα σκληρογόνα
     κλητική σκληρογόνοι σκληρογόνοι
σκληρογόνες
σκληρογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκληρογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerogenous < αρχαία ελληνική σκληρός + -γόνος < γίγνομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

σκληρογόνος, -ος/-α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία