σκληρογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκληρογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerogenous < αρχαία ελληνική σκληρός + -γόνος < γίγνομαι
Επίθετο
επεξεργασίασκληρογόνος, -ος/-α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκληρογόνος