Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σινολόγος οι σινολόγοι
      γενική του/της σινολόγου των σινολόγων
    αιτιατική τον/τη σινολόγο τους/τις σινολόγους
     κλητική σινολόγε σινολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σινολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική sinologo < υστερολατινική Sinae < ελληνιστική κοινή Σῖναι < σανσκριτική चीन < αραβική صِين < παλαιά κινεζική (*Dzin) + αρχαία ελληνική λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σινολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία