Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σινολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σινολογικ
ός
η
σινολογικ
ή
το
σινολογικ
ό
γενική
του
σινολογικ
ού
της
σινολογικ
ής
του
σινολογικ
ού
αιτιατική
τον
σινολογικ
ό
τη
σινολογικ
ή
το
σινολογικ
ό
κλητική
σινολογικ
έ
σινολογικ
ή
σινολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σινολογικ
οί
οι
σινολογικ
ές
τα
σινολογικ
ά
γενική
των
σινολογικ
ών
των
σινολογικ
ών
των
σινολογικ
ών
αιτιατική
τους
σινολογικ
ούς
τις
σινολογικ
ές
τα
σινολογικ
ά
κλητική
σινολογικ
οί
σινολογικ
ές
σινολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σινολογικός
<
σινολόγος
/
σινολογία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
σινολογικός
που έχει
σχέση
με τη
σινολογία
ή τους
σινολόγους
ή αναφέρεται σ' αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σινολογικός