↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σιαλαγωγός το σιαλαγωγό
      γενική του/της σιαλαγωγού του σιαλαγωγού
    αιτιατική τον/τη σιαλαγωγό το σιαλαγωγό
     κλητική σιαλαγωγέ σιαλαγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιαλαγωγοί τα σιαλαγωγά
      γενική των σιαλαγωγών των σιαλαγωγών
    αιτιατική τους/τις σιαλαγωγούς τα σιαλαγωγά
     κλητική σιαλαγωγοί σιαλαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιαλαγωγός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sialagogue[1] < αρχαία ελληνική σίαλ(ος) + -αγωγός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.a.la.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐α‐λα‐γω‐γός

  Επίθετο

επεξεργασία

σιαλαγωγός, -ός, -ό

  1. (ανατομία) που μεταφέρει το σάλιο
    ⮡  σιαλαγωγός πόρος
  2. (φαρμακευτική) που αυξάνει την έκκριση του σάλιου
    ⮡  σιαλαγωγά φάρμακα (και ουσιαστικοποιημένο: τα σιαλαγωγά)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σίαλος, σίελος και σάλιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)