↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σηψαιμικός η σηψαιμική το σηψαιμικό
      γενική του σηψαιμικού της σηψαιμικής του σηψαιμικού
    αιτιατική τον σηψαιμικό τη σηψαιμική το σηψαιμικό
     κλητική σηψαιμικέ σηψαιμική σηψαιμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σηψαιμικοί οι σηψαιμικές τα σηψαιμικά
      γενική των σηψαιμικών των σηψαιμικών των σηψαιμικών
    αιτιατική τους σηψαιμικούς τις σηψαιμικές τα σηψαιμικά
     κλητική σηψαιμικοί σηψαιμικές σηψαιμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σηψαιμικός < σηψαιμία + -ικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική septicémique)

  Επίθετο

επεξεργασία

σηψαιμικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία