Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σηψαιμικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σηψαιμικ
ός
η
σηψαιμικ
ή
το
σηψαιμικ
ό
γενική
του
σηψαιμικ
ού
της
σηψαιμικ
ής
του
σηψαιμικ
ού
αιτιατική
τον
σηψαιμικ
ό
τη
σηψαιμικ
ή
το
σηψαιμικ
ό
κλητική
σηψαιμικ
έ
σηψαιμικ
ή
σηψαιμικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σηψαιμικ
οί
οι
σηψαιμικ
ές
τα
σηψαιμικ
ά
γενική
των
σηψαιμικ
ών
των
σηψαιμικ
ών
των
σηψαιμικ
ών
αιτιατική
τους
σηψαιμικ
ούς
τις
σηψαιμικ
ές
τα
σηψαιμικ
ά
κλητική
σηψαιμικ
οί
σηψαιμικ
ές
σηψαιμικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σηψαιμικός
<
σηψαιμία
+
-ικός
((
σημασιολογικό δάνειο
)
γαλλική
septicémique
)
Επίθετο
επεξεργασία
σηψαιμικός
που έχει
σχέση
με την
σηψαιμία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σηψαιμικός
αγγλικά
:
septicemic
(en)
γαλλικά
:
septicémique
(fr)
ιταλικά
:
setticemico
(it)
ρουμανικά
:
septicemic
(ro)