Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεξυπνία οι σεξυπνίες
      γενική της σεξυπνίας των σεξυπνιών
    αιτιατική τη σεξυπνία τις σεξυπνίες
     κλητική σεξυπνία σεξυπνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεξυπνία < σεξ + ύπνος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sexsomnia)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεξυπνία θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία