Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σεξυπνία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Υπερώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σεξυπνί
α
οι
σεξυπνί
ες
γενική
της
σεξυπνί
ας
των
σεξυπνι
ών
αιτιατική
τη
σεξυπνί
α
τις
σεξυπνί
ες
κλητική
σεξυπνί
α
σεξυπνί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σεξυπνία
<
σεξ
+
ύπνος
+
-ία
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
sexsomnia
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σεξυπνία
θηλυκό
(
ιατρική
,
ψυχιατρική
)
υπνική
διαταραχή
, εξαιτίας της οποίας κάποιος επιδίδεται σε
σεξουαλικές
πράξεις
στον
ύπνο
του
Υπερώνυμα
επεξεργασία
παραϋπνία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Sleep sex
στην αγγλική Βικιπαίδεια
υπνοβασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σεξυπνία
αγγλικά
:
sexsomnia
(en)
,
sleep sex
(en)
γαλλικά
:
sexomnie
(fr)
ιταλικά
:
sexsomnia
(it)
φινλανδικά
:
seksiparasomnia
(fi)