παραϋπνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραϋπνία < παρα- + ύπνος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική parasomnia)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραϋπνία θηλυκό
- (ιατρική) εμφάνιση ανεπιθύμητων διαταραχών κατά τη διάρκεια του ύπνου (υπνοβασία, εφιάλτες κ.λπ.)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- παραϋπνία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραϋπνία