σεντεφένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σεντεφένιος | η | σεντεφένια | το | σεντεφένιο |
γενική | του | σεντεφένιου | της | σεντεφένιας | του | σεντεφένιου |
αιτιατική | τον | σεντεφένιο | τη | σεντεφένια | το | σεντεφένιο |
κλητική | σεντεφένιε | σεντεφένια | σεντεφένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σεντεφένιοι | οι | σεντεφένιες | τα | σεντεφένια |
γενική | των | σεντεφένιων | των | σεντεφένιων | των | σεντεφένιων |
αιτιατική | τους | σεντεφένιους | τις | σεντεφένιες | τα | σεντεφένια |
κλητική | σεντεφένιοι | σεντεφένιες | σεντεφένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασεντεφένιος, -α, -ο
- που είναι φτιαγμένος από σεντέφι ή διακοσμημένος μ' αυτό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σεντέφι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεντεφένιος