↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιντεφένιος η σιντεφένια το σιντεφένιο
      γενική του σιντεφένιου της σιντεφένιας του σιντεφένιου
    αιτιατική τον σιντεφένιο τη σιντεφένια το σιντεφένιο
     κλητική σιντεφένιε σιντεφένια σιντεφένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιντεφένιοι οι σιντεφένιες τα σιντεφένια
      γενική των σιντεφένιων των σιντεφένιων των σιντεφένιων
    αιτιατική τους σιντεφένιους τις σιντεφένιες τα σιντεφένια
     κλητική σιντεφένιοι σιντεφένιες σιντεφένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

σιντεφένιος, -α, -ο





  Μεταφράσεις

επεξεργασία