σεκλέτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεκλέτι | τα | σεκλέτια |
γενική | του | σεκλετιού | των | σεκλετιών |
αιτιατική | το | σεκλέτι | τα | σεκλέτια |
κλητική | σεκλέτι | σεκλέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασεκλέτι ουδέτερο
- θλίψη, στεναχώρια, (ερωτικός) καημός
- "από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον ναργιλέ"
- "...σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς..."
- "βαριά σεκλέτια έχω απόψε..."