↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεκλετισμένος η σεκλετισμένη το σεκλετισμένο
      γενική του σεκλετισμένου της σεκλετισμένης του σεκλετισμένου
    αιτιατική τον σεκλετισμένο τη σεκλετισμένη το σεκλετισμένο
     κλητική σεκλετισμένε σεκλετισμένη σεκλετισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεκλετισμένοι οι σεκλετισμένες τα σεκλετισμένα
      γενική των σεκλετισμένων των σεκλετισμένων των σεκλετισμένων
    αιτιατική τους σεκλετισμένους τις σεκλετισμένες τα σεκλετισμένα
     κλητική σεκλετισμένοι σεκλετισμένες σεκλετισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεκλετισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σεκλετίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.kle.tiˈzme.nos/

σεκλετισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία