Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεκλετίζω < σεκλέτ(ι) + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /se.kleˈti.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

σεκλετίζω, παθ.φωνή: σεκλετίζομαι, παθ. μτχ.: σεκλετισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία