Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σατούρνιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σατούρνι
ος
η
σατούρνι
α
το
σατούρνι
ο
γενική
του
σατούρνι
ου
της
σατούρνι
ας
του
σατούρνι
ου
αιτιατική
τον
σατούρνι
ο
τη
σατούρνι
α
το
σατούρνι
ο
κλητική
σατούρνι
ε
σατούρνι
α
σατούρνι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σατούρνι
οι
οι
σατούρνι
ες
τα
σατούρνι
α
γενική
των
σατούρνι
ων
των
σατούρνι
ων
των
σατούρνι
ων
αιτιατική
τους
σατούρνι
ους
τις
σατούρνι
ες
τα
σατούρνι
α
κλητική
σατούρνι
οι
σατούρνι
ες
σατούρνι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σατούρνιος
<
Σατούρνος
+
-ιος
<
λατινική
Saturnus
<
ετρουσκική
𐌔𐌀𐌕𐌓𐌄
Επίθετο
επεξεργασία
σατούρνιος, -α, -ο
που έχει
σχέση
με τον
Σατούρνο
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
Σατούρνος
και
Saturnus
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κρόνιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σατούρνιος
αγγλικά
:
Saturnian
(en)
γαλλικά
:
Saturnien
(fr)
(
αρσενικό
),
Saturnienne
(fr)
(
θηλυκό
)