κρόνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρόνιος | η | κρόνια | το | κρόνιο |
γενική | του | κρόνιου | της | κρόνιας | του | κρόνιου |
αιτιατική | τον | κρόνιο | την | κρόνια | το | κρόνιο |
κλητική | κρόνιε | κρόνια | κρόνιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρόνιοι | οι | κρόνιες | τα | κρόνια |
γενική | των | κρόνιων | των | κρόνιων | των | κρόνιων |
αιτιατική | τους | κρόνιους | τις | κρόνιες | τα | κρόνια |
κλητική | κρόνιοι | κρόνιες | κρόνια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |