Σατούρνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σατούρνος | ||
γενική | του | Σατούρνου | ||
αιτιατική | τον | Σατούρνο | ||
κλητική | Σατούρνε | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σατούρνος < λατινική Saturnus < ετρουσκική 𐌔𐌀𐌕𐌓𐌄 (satre)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈtur.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐τούρ‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣατούρνος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Σατούρνος στη Βικιπαίδεια