Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαμπούκος οι σαμπούκοι
      γενική του σαμπούκου των σαμπούκων
    αιτιατική τον σαμπούκο τους σαμπούκους
     κλητική σαμπούκε σαμπούκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αθνισμένος σαμπούκου

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμπούκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική sambuco < λατινική sambucus < αρχαία ελληνική σαμβύκη (αντιδάνειο) < αραμαϊκή סַבְּכָא (sabbəḵā)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμπούκος αρσενικό

  • (φυτό) θάμνος ή μικρό δέντρο του γένους Sambucus, με οδοντωτά φύλλα, μικρά άσπρα άνθη που μοιάζουν με αστέρια, και μικρά σκουροκόκκινους ή μαύρους καρπούς· μερικά μέρη του φυτού χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και από τους καρπούς φτιάχνεται μαρμελάδα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

σαμβούκος η χαμαιάκτη:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2538.