Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
elder
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Κλιτικός τύπος επιθέτου
1.2.1
Σημειώσεις
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
elder
(en)
μεγαλύτερος
[
1
]
(σε ηλικία)
αφροξυλιά
σαμπούκα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
elder
(en)
συγκριτικός
βαθμός
του
old
Σημειώσεις
επεξεργασία
↑
χρησιμοποιείται μόνο σαν δηλωτικό· στις συγκρίσεις χρησιμοποιείται το
older