κουφοξυλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουφοξυλιά | οι | κουφοξυλιές |
γενική | της | κουφοξυλιάς | των | κουφοξυλιών |
αιτιατική | την | κουφοξυλιά | τις | κουφοξυλιές |
κλητική | κουφοξυλιά | κουφοξυλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουφοξυλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουφοξυλ(έα) + -ιά < κουφόξυλον.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε κουφο- + ξυλιά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.fo.ksiˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐φο‐ξυ‐λιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουφοξυλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουφοξυλιά
→ δείτε τη λέξη σαμπούκος |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κουφοξυλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας