ζαμπούκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαμπούκος < ιταλική sambuco < λατινική sambucus < αρχαία ελληνική σαμβύκη (αντιδάνειο) < αραμαϊκή סַבְּכָא (sabbəḵā)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαμπούκος αρσενικό
- (βοτανική) άλλη μορφή του σαμπούκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαμπούκος
|