σαλπιγγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαλπιγγίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σαλπιγγ(ῖτις) + -ίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική salpingite < αρχαία ελληνική σάλπιγξ (σάλπιγγα)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sal.piŋˈɟi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαλ‐πιγ‐γί‐τι‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλπιγγίτιδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σάλπιγγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλπιγγίτιδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σαλπιγγίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας