Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλπιγγίτιδα οι σαλπιγγίτιδες
      γενική της σαλπιγγίτιδας των σαλπιγγίτιδων
    αιτιατική τη σαλπιγγίτιδα τις σαλπιγγίτιδες
     κλητική σαλπιγγίτιδα σαλπιγγίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλπιγγίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα σαλπιγγ(ῖτις) + -ίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική salpingite < αρχαία ελληνική σάλπιγξ (σάλπιγγα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sal.piŋˈɟi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαλ‐πιγ‐γί‐τι‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλπιγγίτιδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία