σαλπιγγῖτις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλπιγγῖτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική salpingite < αρχαία ελληνική σάλπιγξ, σαλπιγγ- + -ῖτις
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλπιγγῖτις θηλυκό (καθαρεύουσα)
- (ιατρική) η σαλπιγγίτιδα